χαρούπι
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
το, Ν
ο καρπός της χαρουπιάς, ξυλοκέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harup].
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
το, Ν
ο καρπός της χαρουπιάς, ξυλοκέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harup].