χιλιανδρία
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
χῑλιανδρία: ἡ, χιλιὰς ἀνδρῶν, «στρατόν .. εἰς ἑκατὸν ποσούμενον χιλιανδρίας ὅλας» Μανασσ. Χρον. 660, 1269, κτλ.
ἡ, Μ χιλίανδρος
αριθμός χιλίων ανδρών.