τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
-η, -ο, Νπαχύσαρκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + -σαρκος (< σάρκα), πρβλ. λεπτό-σαρκος].