χοντρόσαρκος

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
παχύσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + -σαρκος (< σάρκα), πρβλ. λεπτό-σαρκος].