χρυσόβουλλο

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το / χρυσόβουλλον, ΝΜ, και δ. γρφ. χρυσιόβολλον Μ
(στο Βυζ.) αυτοκρατορικό διάταγμα, σφραγισμένο με τη χρυσή σφραγίδα του αυτοκράτορα
μσν.
σπαν. η χρυσή σφραγίδα του αυτοκράτορα («χαρτία ἄγραφα τοῦ έβούλλωσε μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του», Χρον. Μop.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. χρυσόβουλλος.