ψιλοχάραγος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαραχθεί με λεπτότητα, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό- + -χάραγος (< χαράσσω), πρβλ. καλοχάραγος].