ψοφολογώ
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
και ασυναίρ. τ. ψοφολογάω, Ν
(υποτιμητικά)
1. είμαι ετοιμοθάνατος
2. κοιμούμαι πολύ βαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (II) + -λογώ].