ωρόμαντις

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

-άντεως, ὁ, Α
(για τον κόκορα) αυτός που προλέγει τις ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + μάντις.