ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ὠτακουστῶ, -έω, ΝΑκρυφακούω.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὠτὶ ἀκουστόν, αντίθετο του ἀνηκουστῶ].