ωτακουστώ

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ὠτακουστῶ, -έω, ΝΑ
κρυφακούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὠτὶ ἀκουστόν, αντίθετο του ἀνηκουστῶ].