деятельный
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Russian > Greek
ἐπιθετικός, ἐνεργητικός, πρακτικός, ὄργανος, ἄοκνος, δραστήριος, ἐργάτης, ἐργαστικός, ῥέκτης, ἔμπρακτος, εὐεπιχείρητος, ἐπιστρεφής, τορός, ἐνεργός