ἐργάτης

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰτης Medium diacritics: ἐργάτης Low diacritics: εργάτης Capitals: ΕΡΓΑΤΗΣ
Transliteration A: ergátēs Transliteration B: ergatēs Transliteration C: ergatis Beta Code: e)rga/ths

English (LSJ)

ἐργάτου, ὁ,
A workman, Hermes 17.5 (Delos), Ev.Matt.10.10, etc.; esp. one who works the soil, husbandman, γῆς ἐργάτης Hdt.4.109,5.6; οἱ ἐ. οἱ περὶ γεωργίαν D.35.32: abs., S.OT859, E.El.75, etc.: also with Subst., ἐργάτης ἀνήρ Theoc.10.9, D. 59.50; οὑργάτης λεώς the country-folk, Ar.Pax632; of animals, βοῦς ἐργάτης = a working ox, Archil.39, S.Fr.563; ἐ. σφῆκες Arist.HA627b32; also ἐργάτης θαλάττης, of a fisher, Alciphr.1.11; ἐργάτης λίθων a stone-mason, Luc.Somn.2.
b in the religious sense, 2 Ep.Ti.2.15, 2 Ep.Cor.11.13 (pl.).
2 Adj. hard-working, strenuous, ἐργάτης στρατηγός X.Cyr.1.6.18; σώφρων κἀ. Ar.Ach.611; opp. ἀργός, Pl.Euthd.281c; φειδωλὸς καὶ ἐργάτης Id.R.554a.
II one who practises an art, τῶν ἐν πολέμῳ X.Cyr.4.1.4; ἐργάτης δίκης, of a judge, Lyc.128: abs., practitioner in some special branch of surgery, e.g. lithotomy, ἐργάτες ἄνδρες Hp.Jusj.
III doer, ἄσημος οὑργ. τις ἤν S.Ant.252; τῶν καλῶν X.Mem.2.1.27; ἀνομίας ἐργάτης LXX 1 Ma.3.6; τῆς ἀδικίας ἐργάτης Ev.Luc. 13.27.
IV producer, τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75; [Αἰὼν] θείας φύσεως ἐργάτης SIG1125.12 (Eleusis).
V a sort of capstan or windlass, Bito 58.12, Vitr.10.2.7,al., Orib.49.4.1.

German (Pape)

[Seite 1020] ὁ, der Arbeiter, der Etwas thut, der Thäter, Soph. Ant. 252; ein Arbeiter, O. R. 859; bes. Landarbeiter, wie Ar. Ach. 611; Xen. Cyr. 5, 4, 24; οἱ ἐργάται οἱ περὶ τὴν γεωργίαν Dem. 35, 32. 59, 50; Plat. Polit. 259 e u. A.; γῆς Her. 4, 109. 5, 6 u. Sp.; πολεμικῶν, tüchtiger Kriegsmann, Xen. Cyr. 4, 1, 4; ἔργου Oec. 4, 1; μάχης D. Cass. 67, 6; auch ἀδικίας, N. T; – θαλάσσης, der Fischer, Alciphr. 1, 11. – Auch adj., Gegensatz ἀργός, also thätig, arbeitsam, Plat. Euthyd. 281 c; καὶ φειδωλός Rep. VIII, 554 a, wie στρατηγὸς ἐργάτης, dem ἀργός entgeggstzt, Xen. Cyr. 1, 6, 18; βοῦς ἐργάτης Archil. 8; Soph. frg. 149; σφῆκες, Arbeitswespen, Arist. H. A. 9, 41.

French (Bailly abrégé)

ου;
I. subst. (ὁ) :
1 auteur ou artisan de qch : ἐργάτης τῶν καλῶν XÉN artisan de belles œuvres;
2 homme de travail, artisan, ouvrier : γῆς ἐργάτης HDT ou simpl. ἐργάτης SOPH cultivateur, laboureur ; ἐργάτης λίθων LUC tailleur de pierres;
II. adj. 1 qui travaille en parl. d'animaux;
2 actif, laborieux.
Étymologie: ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἐργάτης:
I adj. m
1 деятельный, энергичный (στρατηγός Xen.);
2 работящий, трудолюбивый (ἀνήρ Dem.);
3 рабочий, трудящийся (λεώς Arph.; βοῦς Plut.).
II
1 рабочий, ремесленник, мастер: ἐ. λίθων Luc. каменотес; ἐ. τῶν ἐν πολέμῳ Xen. отличный воин; ἐ. τῶν καλῶν καὶ σεμνῶν Xen. творец прекрасных и славных дел;
2 (тж. ἐ. γῆς Her., Plut. и περὶ τὴν γεωργίαν Dem.) земледелец, пахарь Soph., Eur., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὡς παρ’ ἡμῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 18, κτλ.: ἰδίως, ὁ ἐργαζόμενος τὴν γῆν, γεωργὸς (πρβλ. ἔργον Ι. 2, ἐργάζομαι Ι), γῆς ἐργ. Ἡρόδ. 4. 109., 5. 6· οἱ ἐργ. οἱ περὶ γεωργίαν Δημ. 933, ἐν τέλ.: συχνάκις ὡσαύτως ἀπολ., ὡς τὸ αὐτουργός, Σοφ. Ο. Τ. 859, Εὐρ. Ἠλ. 75, Ἀριστοφ. Ἀχ. 611, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ οὐσιαστ., ἐργ. ἀνὴρ Θεόκρ. 10. 9, Δημ. 1362. 11· οὑργάτης λεώς, ὁ ἐργατικὸς λαός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 632· ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, βοῦς ἐργ., ἐργαζόμενος βοῦς, Ἀρχίλ. 36, Σοφ. Ἀποσπ. 149· ἐργ. σφῆκες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 2· ὡσαύτως, ἐργ. θαλάσσης, ἐπὶ ἁλιέως, Ἀλκίφρ. 1. 11· ἐργάτης λίθων, ὁ ἐργαζόμενος λίθους, λιθοξόοςλιθογλύφος, Λουκ. Ἐνύπν. 2. 2) ὡς ἐπίθετ., ἐργατικός, δραστήριος, ἐπιμελής, ἐργ. στρατηγὸς Ξεν. Κύρ. 1. 6, 18· ἀντίθ. τῷ ἀργός, Πλάτ. Εὐθύδ. 281C, πρβλ. Πολ. 554Α: πρβλ. ἐργάτις. ΙΙ. ὁ ἐξασκῶν τέχνην τινά, τῶν πολεμικῶν Ξεν. Κύρ. 4. 1, 4· ἐργ. δίκης, ἐπὶ δικαστοῦ, Λυκόφρ. 128· ἀπολ., ὁ ἔμπειρος εἰς τὴν ἐξάσκησιν ἰδιαιτέρου τινὸς κλάδου χειρουργικῆς, π. χ. εἰς τὴν λιθοτομίαν, οὐ τεμέω δὲ οὐδὲ μὴν λιθιῶντας, ἐκχωρήσω δὲ ἐργάτῃσιν ἀνδράσι πρήξιος τῆσδε Ἱππ. Ὅρκος 1. ΙΙΙ. ὁ πράττων τι, ἐργαζόμενος, Σοφ. Ἀντ. 252· τῶν καλῶν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 27· τῆς ἀδικίας Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 27. IV. εἶδος μηχανήματος ναυτικοῦ κυρίως πρὸς ἀνέλκυσιν ἀγκυρῶν, κοινῶς «ἀργάτης» ἢ «μποζαργάτης», Βίτων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 110Ε· ergata παρὰ Βιτρουβ. 10. 4.

English (Strong)

from ἔργον; a toiler; figuratively, a teacher: labourer, worker(-men).

English (Thayer)

ἐργάτου, ὁ (ἐργάζομαι);
1. as in Greek writings a workman, a laborer: usually one who works for hire, workmen in the restricted sense), τοῖς τεχνίταις (A. V. craftsmen), one who does, a worker, perpetrator: τῆς ἀδικίας, τῆς ἀνομίας, τῶν καλῶν καί σεμνῶν, Xenophon, mem. 2,1, 27).

Greek Monolingual

ο, θηλ. εργάτρια και εργάτισσα (AM ἐργάτης, ὁ, θηλ. ἐργάτις και ἐργατίνα)
1. αυτός που εργάζεται χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια του, που κάνει χειρωνακτική εργασία
2. εκείνος που είναι αφοσιωμένος σε κάτι, που εργάζεται συστηματικά και αποδοτικά (α. «εργάτης του θεάτρου, του πνεύματος» β. «τῆς ἀρετής ἐργάται»)
3. μηχάνημα για την ανέλκυση της άγκυρας του πλοίου
νεοελλ.
1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία με ημερομίσθιο («πήρε δέκα εργάτες στην οικοδομή του»)
2. αυτός που δουλεύει σε εργοστάσιο («οι εργάτες του εργοστασίου»)
μσν.
1. δούλος, υποτακτικός
2. υπηρέτης
αρχ.
1. γεωργός, ξωμάχος
2. εργατικός, δραστήριοςκαίτοι γ’ ἐστί σώφρων κἀργάτης», Αριστοφ.)
3. έμπειρος σε κάτι («πασῶν τῶν τεχνῶν ἐργάτην», Ξεν.)
4. δημιουργός, παραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον. Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή (we-ka-ta) και πιθ. ήταν αρχικά επίθετο (πρβλ. εργάτης βους «βόδι εργατικό») που ουσιαστικοποιήθηκε].

Greek Monotonic

ἐργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ,
I. 1. εργάτης, ιδίως, αυτός που δουλεύει τη γη, γεωργός, καλλιεργητής, σε Ηρόδ., Αττ.· οὑργάτης λεώς, χωρικοί, χωριάτες, σε Αριστοφ.
2. ως επίθ., επιμελής, εργατικός, δραστήριος, σε Ξεν.
II. κάποιος που εξασκεί τέχνη, με γεν., στον ίδ.
III. εργαζόμενος, σε Σοφ., Ξεν.

Middle Liddell

ἐργᾰ́της, ου,
I. a workman: esp. one who works the soil, a husbandman, Hdt., Attic; οὑργάτης λεώς the country- folk, Ar.
2. as adj. hard-working, strenuous, Xen.
II. one who practises an art, c. gen., Xen.
III. a doer, worker, Soph., Xen.

Chinese

原文音譯:™rg£thj 誒而瓜帖士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:行為(著)
字義溯源:工人,作工的人,作的人,行事;源自(ἔργον)=行為);而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。這字本意是指田園耕作者,也可隱喻各種工作者,甚至使徒和教師( 提後2:15)
出現次數:總共(16);太(6);路(4);徒(1);林後(1);腓(1);提前(1);提後(1);雅(1)
譯字彙編
1) 工人(11) 太10:10; 太20:1; 太20:2; 太20:8; 路10:2; 路10:7; 徒19:25; 腓3:2; 提前5:18; 提後2:15; 雅5:4;
2) 作工的人(2) 太9:37; 路10:2;
3) 作⋯人(1) 路13:27;
4) 行事(1) 林後11:13;
5) 工人們(1) 太9:38

English (Woodhouse)

doer, peasant, laborer in the fields, labourer in the fields, of the soil, opposed to townsman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

labourer

Aghwan: 𐕌𐕒𐕡𐔽𐔰𐕄; Albanian: argat; Arabic: عَامِل‎, عَامِلَة‎; Armenian: բանվոր; Azerbaijani: işçi, fəhlə, zəhmətkeş; Bulgarian: общ работник; Catalan: obrer; Chinese Mandarin: 勞動者/劳动者, 工人; Czech: dělník; Danish: arbejder, arbejdsmand, landarbejder; Dutch: arbeider; Estonian: tööline; Finnish: työntekijä, työläinen; French: ouvrier; Georgian: მუშა, მუშაკი; German: Arbeiter; Gothic: 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌰; Greek: εργάτης, δουλευτής; Ancient Greek: ἀγγαρευτής, δρήστειρα, δρηστήρ, ἐργάτης, ἐργάτις, θής, μίσθιος, πενέστης, πένης; Gujarati: મજુરિ; Hungarian: munkás, kétkezi/fizikai munkás, segédmunkás; Indonesian: buruh; Irish: sclábhaí; Italian: lavoratore, operaio; Kurdish Central Kurdish: کرێکار‎; Latin: cerdo, operarius; Malay: buruh; Manx: obbree; Maori: poroteke, ihu oneone; Mongolian: үйлдвэрчин; Occitan: obrièr; Polish: robotnik; Portuguese: operário, trabalhador, obreiro; Romanian: lucrător, muncitor; Russian: чернорабочий, рабочий; Scottish Gaelic: obraiche; Serbo-Croatian: rȃdnīk, rȃdnica; Sicilian: lavuraturi, lavureri; Spanish: trabajador, obrero, currito; Swedish: arbetare, kroppsarbetare; Thai: กรรมกร; Tocharian B: kapyāre; Udi: ашбал, аьшбал; Urdu: مزدور‎; Volapük: voban, hivoban, jivoban