поспешный
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
Russian > Greek
ὀλβίως, ταχύπορος, αἰψηρός, κραιπνός, ἐπισπερχής, ἐπιδρομικός
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
ὀλβίως, ταχύπορος, αἰψηρός, κραιπνός, ἐπισπερχής, ἐπιδρομικός