ταχύπορος
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ταχύπορον, fast-going, quick of motion, Id.Ag.486, E.El. 451; τ. κώπη Id.Hel.1272 (all lyr.); τ. φυγή Tim.Pers.175; τ. σιδήρια Hp.Art.11 (Comp.); of foods, passing rapidly, Gal.6.535.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va vivement, qui se meut rapidement.
Étymologie: ταχύς, πόρος.
German (Pape)
schnell gehend, sich schnell bewegend; Aesch. Ag. 473; Eur. El. 451; κώπη, Hel. 1288; Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύπορος: (ῠ) (тж. τ. πόδα Eur.) быстро движущийся, поспешный, быстрый, стремительный (ὁ θῆλυς ὅρος Aesch.; κώπη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπορος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, ταχέως κινούμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 486, Εὐρ. Ἠλ. 451· τ. κώπη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1272 (ἅπαντα λυρικὰ χωρία)· τ. σιδήρια Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787· ― φέρεται καὶ ταχυπόρος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταχύπορος, -ον, ΝΑ, αρσ. και ταχυπόρος Ν
αυτός που πορεύεται, που κινείται με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πορος (πρβλ. βραδυπόρος)].
Greek Monotonic
τᾰχύπορος: -ον, γρήγορος στην κίνηση, σε Αισχύλ., Ευρ.