предприимчивый
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Russian > Greek
ἐπιθετικός, δραστήριος, εὐεπιχείρητος, δραστικός, ἐπιχειρητής, ἐγχειρητικός, θρασυμήχανος, θρασυμάχανος
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
ἐπιθετικός, δραστήριος, εὐεπιχείρητος, δραστικός, ἐπιχειρητής, ἐγχειρητικός, θρασυμήχανος, θρασυμάχανος