сколачивать
From LSJ
Russian > Greek
ἀράσσω, πήγνυμι, διαπήγνυμι, καθηλόω, προσηλόω, ἁρμόζω, ἁρμόττω, ἁρμόσδω, σκηνάω, σκηνέω, σκηνόω, συμπήγνυμι, κολλομελέω, συγκαταγομφόω, συναρμόζω, ζεύγνυμι
ἀράσσω, πήγνυμι, διαπήγνυμι, καθηλόω, προσηλόω, ἁρμόζω, ἁρμόττω, ἁρμόσδω, σκηνάω, σκηνέω, σκηνόω, συμπήγνυμι, κολλομελέω, συγκαταγομφόω, συναρμόζω, ζεύγνυμι