γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
στλεγγίς, στεγγίς, στελγίς, στελεγγίς, στεργίς, στλεγγίδα, στλεγγίον, στλέγγος, τλεγγίς, ψήκτρα