στεργίς
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ. Α
βλ. στλεγγίδα.
Translations
strigil
be: стрыгіль; ca: estrígil; de: Strigilis; el: στλεγγίδα; grc: στεγγίς, στλέγγος, στεργίς, τλεγγίς, στελεγγίς, στελγίς, στλεγγίς; en: strigil; es: estrígil; eu: estrigil; fr: strigile; he: סטריגיל; it: strigile; ja: 肌かき器; la: strigilis; mk: стригил; pt: estrígil; ru: стригиль; sh: strigil; sv: strigel; uk: стригіль