ἀβούλημα
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek (Liddell-Scott)
ἀβούλημα: -τος, τό, τὸ πεπραγμένον ἀπερισκέπτως, «τὸ τῆς κακοπραγίας ἀβούλημα.» Βίος ἁγ. Νείλ. σ. 104.