ἀβούλημα

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek (Liddell-Scott)

ἀβούλημα: -τος, τό, τὸ πεπραγμένον ἀπερισκέπτως, «τὸ τῆς κακοπραγίας ἀβούλημα.» Βίος ἁγ. Νείλ. σ. 104.