ἀγριοφλησκούνιον

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Spanish (DGE)

ἀγριοβλησκούνιον, -ου, τό
• Grafía: graf. -νι Gloss.Bot.Gr.322.24, ἀγριοφλησκούνιον Gloss.Bot.Gr.345.4, ἀγριοφλησκούνι Anecd.Plant.9.48, ἀγριοφλισκούνι Gloss.Bot.Gr.368.13
bot. díctamo de Creta, Origanum dictamnus L., ll.cc.