ἀθανατοποιός

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Spanish (DGE)

-όν
que hace inmortal, Hom.Clem.3.8, del bautismo ἡ ἀθανατοποιός σφραγίς Const.Ep. en Eus.VC 4.62.1
c. gen. ἡ ἀθανατοποιός τῶν σωμάτων ἡμῶν ἁγνεία Meth.Symp.278.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθανατοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἀθάνατον, Εὐσ. βίος Κωνστ. 4. 62.