σφραγίς
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
Ion. σφρηγίς, ῖδος, ἡ: Aeol. acc.
A σφρᾶγιν Choerob. in Theod.1.327 H. (v.l. σφράγιν), Eust.265.18:—seal, signet, Hdt.1.195, 3.41, PHib.1.72.19 (iii B.C.), Numen. ap. Eus.PE14.7, etc.; distinguished from δακτύλιος, Ar.Fr.320.12, Pl.Hp.Mi.368c; σ. ἐπιβάλλειν Ar.Av.560 (anap.), Th.415; τῶν σφραγῖδας ἐχόντων, i.e. fops, Id.Ec. 632 (anap.); ἔχων.. σφραγῖδα καὶ μεμυρισμένος Antiph.190.2; of the public seal of a state, [ὁ ἐπιστάτης] τηρεῖ τὴν δημοσίαν σφραγῖδα Arist.Ath. 44.1, cf.IG22.204.40, Str.9.3.1; τὸν στρατηγὸν καὶ ἐπὶ τῆς σ. keeper of the privy seal, IGRom.4.1712 (Samos, ii B.C.).
2 gem or stone for a ring, Hdt.7.69, cf. Arist.Mete.387b17, Thphr. De Lapidibus 44; τὰς τῶν δακτυλίων σ. Arist.Aud.801b4; σ. ἴασπις χρυσοῦν δακτύλιον ἔχουσα IG22.1388.87; σφραγῖδες ὑάλιναι ib.90.
3 generally, gem, κιθάραν.. σφραγῖσι.. κατακεκοσμημένην Luc.Ind.8.
II impression of a signet-ring, seal, σ. δακτυλίου Lex Solonis ap.D.L.1.57; σφραγῖδος ἕρκος S.Tr.615, cf. El.1223, E.IA155 (anap.), Th.1.129; παρασημήνασθαι σασθαι σ. to counterfeit it, ib.132; warrant attached to a camel, οἴσομεν ὑμῖν τὴν σφραγῖδα καὶ οὐδὲν ζητηθήσεται πρὸς ἡμᾶς PBasel2.11 (ii A.D.): metaph., σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδ' ἔπεσιν, as a warrant, Thgn.19; but ἀρρήτων ἐπέων γλώσσῃ σ. ἐπικείσθω (for secrecy) Luc.Epigr.11; σ. δ' ἡμετέρης γλώττης ἐπὶ τοῖσδεσι κεῖται Critias 5; διάτορον σφραγῖδα θραύων στόματος Tim.Pers.160; ἔχεις κόσμου σφρηγῖδα τυπῶτιν, of the Creator, Orph.H.34.26. cf. 64.2; ὁρκίζω σφραγῖδα (σφρακ- pap.) θεοῦ, ὅπερ ἐστὶν ὅρασις PMag.Berol.1.306; drawing, γράφε χαλκῷ γραφίῳ τὴν ὑποκειμένην σφραγῖδα τοῦ ζῳδίου PMag. Osl. 1.39.
2 any mark, as the spots on a leopard, Opp.C.2.299: v. σφηρός.
3 wound, blow, Lyc.780.
III tablet of Lemnian medicinal earth certified as such by bearing the impression of the seal of the Lemnian priestess of Artemis, Dsc.5.97; σ. Λημνία Id.Alex.Prooem., Gal.12.169, Aret.CA2.2, so prob. in Archig. ap. Orib.44.26.11, 51.42.5.
IV governmentally defined and numbered area of land (including plots belonging to different owners) in Egypt, POxy.918ii 8 (ii A.D.), PFay.339 (ii A.D.), BGU831.6 (iii A.D.), PHamb.12.2 (iii A.D.), Sammelb.4325 ii 4 (iii A.D.).
2 registered holding of land, PTeb.105.13, al. (ii B.C.), PLond.3.880.20 (ii B.C.), PAmh.2.87,90 (ii A.D.), etc.
3 numbered area on a worldmap, Eratosth. ap. Str.2.1.22, al.: pl., 11.12.5.
V Medic., pastille, ἡ Πολυείδου σφραγίς Gal.13.834, Paul.Aeg.7.12, cf. Cels.5.20.2, al.
b Πακκίου σφραγίς, Paccius's brand, name of an eyesalve, Gal.12.751; eyesalves were certified by their makers by a seal-impression, e.g. D. Galli Sesti sfragis ad aspritudines, CIL13.10021.76 (Gaul).
German (Pape)
[Seite 1051] ῖδος, ἡ, ion. σφρηγίς, 1) das Siegel, mit dem man Etwas verschließt, bezeichnet; Soph. Trach. 612; σφραγῖδα φύλασσε, Eur. I. A. 155; σφραγῖδα ἐπιβάλλειν τινί, Ar. Av. 560; οἱ σφραγῖδας ἔχοντες, Eccl. 632; Her. 3, 41; das mit dem Siegel abgedruckte Bild, der Siegelabdruck, auch das in den Stein gegrabene Siegelzeichen, 7, 69; σφραγῖδα ἐπιβάλλεσθαι, Pol. 24, 4, 10; Plat. Theaet. 192 a Polit. 289 b; daher Petschaft, Siegelring, δακ τύλιον καὶ ἄλλην σφραγῖδα, σὸν ἔργον, Hipp. mai. 368 c; übh. jeder Ring mit einem Steine, auch wenn dieser nicht geschnitten ist, auch geschnittener Stein, κιθάρα σφραγῖσι καὶ λίθοις κατακεκοσμημένη, Luc. adv. ind. 8. – 2) das Besiegelte, mit einem Siegel Bezeichnete, die Marke, vgl. Ar. Av. 1209; – runder Fleck, Opp. Cyn. 2, 299. – Eratosthenes nannte so die Abtheilungen der Erdoberfläche, s. Strab. 2, 1, 22 p. 78. – [Erst sp. D. haben ι in den dreisylbigen Casus kurz gebraucht, Jac. A. P. p. 431.
French (Bailly abrégé)
ῖδος, postér. ίδος (ἡ) :
ion. σφρηγίς;
1 sceau, particul. cachet, anneau pour cacheter;
2 empreinte d'un cachet;
3 matière servant à faire des cachets, pierre précieuse que l'on gravait ; pierre précieuse en gén.
4 désigne en littérature, le procédé par lequel un auteur signe son œuvre à l'intérieur même de son œuvre : Κύρνε, σοφιζομένωι μὲν ἐμοὶ σφρηγὶς ἐπικείσθω
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφρᾱγίς -ῖδος, ἡ Ion. σφρηγίς zegelring:; σφρηγὶς τὴν ἐφόρεε χρυσόδετος een gouden zegelring die hij droeg Hdt. 3.41.1; milit. als teken van macht:; Plut. Alex. 9.1; zegelsteen:; τῷ καὶ τὰς σφρηγῖδας γλύφουσι (een scherpe steen) waarmee zij ook de zegelstenen graveren Hdt. 7.69.1; edelsteen. Luc. 31.8. zegel:. σφραγῖδα φύλασσ’ … ἐπὶ δέλτῷ τῇδε houd het zegel intact op dit schrijftafeltje (deze brief) Eur. IA 155; ἐπιβάλλειν σφραγῖδα ἐπὶ τὴν ψωλήν hun pik verzegelen Aristoph. Av. 560. afdruk, herkenningsteken, waarmerk:. ἡ γὰρ σφραγίς μου τῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν κυρίῳ want u bent het waarmerk van mijn apostelschap NT 1 Cor. 9.2.
Russian (Dvoretsky)
σφρᾰγίς: ион. σφρηγίς, ῖδος, поздн. ίδος (ῐδ) ἡ
1 печать (Eur., Arph.; σφραγῖδα ἐπιβάλλειν τινί Arph.): ἡ δημοσία σ. государственная печать;
2 перстень с печатью, печатка (δακτύλιος καὶ ἄλλη σ. Plat.): ἡ σ. χρυσόδετος Her. отделанный золотом перстень с печатью; οἱ σφραγῖδας ἔχοντες Arph. украшенные перстнями, т. е. хлыщи;
3 оттиск печати, печать Soph., Eur., Diog. L.: παραποιησάμενος σφραγῖδα Thuc. подделав печать; γλώσσῃ σ. ἐπικείσθω Anth. пусть будет приложена к устам печать (молчания); βιβλίον κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά NT книга за семью печатями;
4 камень для гравирования печатей Her., Arst.;
5 драгоценный или самоцветный камень (σφραγῖσι κατακεκοσμημένος Luc.);
6 перен. печать, знак (τῆς δικαιοσύνης NT).
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγίς: Ἰων. σφρηγίς, ῖδος, ἡ· Αἰολ. αἰτ. σφρᾶγιν Εὐστ. 265 18 - σφραγίς, «βοῦλλα», δι’ ἧς σημειοῦταί τι καὶ δηλοῦται ὡς γνήσιον ἢ ἐξασφαλίζεται, σφραγιδόλιθος, δακτύλιος μετά σφραγιδολίθου, Ἡρόδ. 1. 195., 3. 41· διακρίνεται τοῦ δακτυλίου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 368C· σφραγῖδα ἐπιβάλλειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 560, πρβλ. 1243 κἑξ., Θεσμ. 415· τῶν σφραγῖδας ἐχόντων, τῶν ματαίων καὶ καλλωπιζομένων, τῶν κομψευομένων, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 632· ἔχων... σφραγῖδα καὶ μεμυρισμένος Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1· - ἐπὶ τῆς δημοσίας σφραγῖδος τῆς πόλεως, τηρεῖ δὲ οὗτος (δηλ. ὁ ἐπιστάτης) ... καὶ τὴν δημοσίαν σφραγῖδα Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 64 Blass, πρβλ. Στράβ. 416. 2) ὁ λίθος ὁ χρησιμεύων ὡς σφραγὶς καὶ ἐντιθέμενος εἰς δακτύλιον, σφραγιδόλιθος, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 30, Θεοφρ. π. Λίθ. 44· τὰς τῶν δακτυλίων σφρ. Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 21· σφρ. ἴασπις χρυσοῦν δακτύλιον ἔχουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 36· σφ. ὑαλίνη αὐτόθι 37, κ. ἀλλ.· καθόλου, πολύτιμος λίθος, Λουκ. πρ. Ἀπαίδ. 2. ΙΙ. ὁ τύπος, τὸ σημεῖον σφραγιδολίθου, σφραγίς, «βοῦλλα», σφρ. δακτυλίου Νόμ. Σόλων π. Διογ. Λ. 1. 57· σφραγῖδος ἕρκος Σοφ. Τρ. 615, πρβλ. Ἠλ. 1223, Εὐριπ. Ι. Α. 155, Θουκ. 1. 129· παραποιήσασθαι σφρ. αὐτόθι 132· - μεταφορ., σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδ’ ἔπεσιν, ὡς ἐγγύησις ἢ διαβεβαίωσις, Θέογν. 19· γλώσσῃ σφρ. ἐπικείσθω Ἀνθ. Π. 10. 42, πρβλ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 31· ἔχεις κόσμου σφρηγῖδα τυπῶτιν, ἐπὶ τοῦ Δημιουργοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 34. 26, πρβλ. 64. 2. 2) πᾶν στρογγύλον σημεῖον ἢ στίγμα οἷα τὰ στίγματα τῆς παρδάλεως, Ὀππ. Κυν. 2. 299, Ἡσύχ.· κτύπημα τραῦμα, Λυκόφρ. 780. ΙΙΙ. ὁ πηλὸς οὗ ἐγένετο χρῆσις εἰς σφράγισιν ὥσπερ τὰ νῦν ὁ ἱσπανικὸς κηρός, οἱ ἰατροὶ μετεχειρίζοντο τὴν Λημνίαν γῆν ἢ σφραγῖδα ὡς ἀντιφάρμακον, σφρ. Λημνία Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 2, Διοσκ. π. Δηλητηρ., ἐν τῷ προοιμ. σ. 4, ἔκδ. Kuhn, ἴδε καὶ περὶ Ὕλ. Ἰατρ. 5. 113· ὡσαύτως καλεῖται ἡ Λ. σφραγῖτις, Ideler Phys. 2. 13. IV. μέτρον τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς γεωγράφοις πρὸς βαθμολόγησιν χαρτῶν, Στράβ. 78, 84. V. καταπότιον, Γαλην., κτλ. VI. παρὰ τοῖς Ἐκκλ.: 1) ἔγκρισις, ἐπικύρωσις. 2) σημεῖον, σύμβολον. 3) ἡ σφραγὶς τῆς χειροτονίας. 4) τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ. Β) ἡ σφραγὶς δι’ ἧς σφραγίζουσι τὰς προσφοράς, ὡς καὶ νῦν, πρὸς δὲ καὶ τὸ ἀποτύπωμα αὐτῆς ἐπὶ τῆς προσφορᾶς, Ψευδοχρυσ. τ. 12, 777Ε. [ῑ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς σφραγὶς [ῐ] Ἀνθολ. Π. 10. 42· σφρηγίδας Γρηγ. Ναζ. Στίχ. 48. 207].
Spanish
English (Strong)
probably strengthened from φράσσω; a signet (as fencing in or protecting from misappropriation); by implication, the stamp impressed (as a mark of privacy, or genuineness), literally or figuratively: seal.
English (Thayer)
(σφυδρόν) σφυδρου, τό, equivalent to σφυρόν, which see: T WH. (Hesychius σφυδρά. ἡ περιφέρεια τῶν ποδῶν.)
Greek Monolingual
και ιων. τ. σφρηγίς, -ίδος, ἡ, Α
βλ. σφραγίδα.
Greek Monotonic
σφρᾱγίς: Ιων. σφρηγίς, -ῖδος, ἡ,
I. 1. σφραγίδα, βασιλική σφραγίδα («βούλα»), δαχτυλίδι που φέρει σφραγίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. λίθος που εντίθεται σε δαχτυλίδι και χρησιμοποιείται ως σφραγίδα, σφραγιδόλιθος, δαχτυλιδόπετρα, πολύτιμος λίθος, σε Ηρόδ., Λουκ.
II. αποτύπωμα σφραγιδόλιθου, σφραγίδα, «βούλα», χάραγμα, σφράγισμα, σε Σοφ., Θουκ.· μεταφ., σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδε, ως εγγύηση ή έγκριση ή διαβεβαίωση, σε Θέογν.· γλώσσῃ σφραγὶς ἐπικείσθω, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
σφρηγίς, -ῖδος
Grammatical information: f.
Meaning: seal, seal of a state, impression of a seal, signet, seal-ring, cut stone (IA.), sealed field-plot (pap.). -- Extensively on the meaning of σφραγίς J. Diehl Sphragis. Eine semasiologische Nachlese. Diss. Gießen 1938 (w. lit.); also Kenna JHSt.81, 99ff., Kranz RhM 104, 3ff., 97f.
Derivatives: Dimin. σφραγίδιον n. (Ar., Thphr., inscr.). Denom. verb σφραγ-ίζω, -ίζομαι, often w. prefix, e.g. ἐπι-, κατα-, συν-, to provide with a seal, to seal, to signet, to stamp, to confirm (IA.) with -ισμα (ἀντι-, ἀπο-, ἐκ-) n. impression of a seal, sealed document (E., X., hell. a. late); -ισμός (ἐπι-, παρα-, περι-) m. sealing, confirmation (hell. a. late); ἐν-, ἐπι-σφράγ-ισις m. sealing (late); -ιστήριον n. seal, stamp (pap.); -ιστής (ἐπι-, ἀπο-) m. sealer, witness (Plu., Luc., pap. a.o.). -- Besides Σφραγίδιον name of a cave (ἄντρον) of prophesying nymphs on the Kithairon (Paus. 9, 3, 5); there the νύμφαι Σφραγίτιδες Plu. Arist. 11).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S).
Etymology: Formation like κληΐς, κνημίς a.o.; so prob. a secondary deriv. Not certainly explained. For the Σφραγίτιδες νύμφαι Lobeck Paralip. 51 n. 59 assumes attractively connection with σφαραγέομαι referring to the rustling of the sourced (ἐρι-σφάραγος a.o. of Poseidon; on σφαραγ-: σφρᾶγ- cf. e.g. ταραχ-ή: τρᾶχ-ύς, τέτρηχα). For σφραγίς a similar connection with help of Lith. spróga crevice (spróg-ti explode, burst) was suggested by Prellwitz s.v. and Diehl op. cit. 1 f. (from the bursting of the seal(mass) when pressed in). Also Schwyzer 465 connects σφραγίς wit σφαραγέομαι, but referring to Lat. bulla. One might then consider, whether σφραγίς owes its name to the burning and the accompanying sound; cf. on the one hand Russ. pečátь seal as instrument to brand in signs (to pekú bake), on the other hand the expression σφαραγεῦντο crackling, hissing (ι 390) of the eye-roots of he Cyclops when the burning hot wood was pressed in. -- Furnée 324 n 7 takes the word as Pre-Greek for its suffix (-ιδ).
Middle Liddell
σφρᾱγίς, Ionic σφρηγίς, ῖδος,
I. a seal, signet, seal-ring, Hdt., Ar., etc.
2. the gem or stone for a ring, Hdt., Luc.
II. the impression of a signet-ring, a seal, Soph., Thuc.:—metaph., σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδε, as a warrant, Theogn.; γλώσσῃ σφρ. ἐπικείσθω Anth.
Frisk Etymology German
σφραγίς: σφρηγίς, -ῖδος
{sphrāgís}
Grammar: f.
Meaning: Siegel, Staatssiegel, Siegelabdruck, Petschaft, Siegelring, geschnittener Stein (ion. att.), besiegeltes Ackerlos (Pap.). — Ausführlich zur Bed. von σφραγίς J. Diehl Sphragis. Eine semasiologische Nachlese. Diss. Gießen 1938 (m. Lit.); dazu noch Kenna JHSt.81, 99ff., Kranz RhM 104, 3ff., 97f.
Derivative: Demin. σφραγίδιον n. (Ar., Thphr., Inschr.). Denom. Verb σφραγίζω, -ίζομαι, oft m. Präfix, z.B. ἐπι-, κατα-, συν-, mit Siegel versehen, besiegeln, versiegeln, abstempeln, bestätigen (ion. att.) mit -ισμα (ἀντι-, ἀπο-, ἐκ-) n. Siegelabdruck, versiegeltes Dokument (E., X., hell. u. sp.); -ισμός (ἐπι-, παρα-, περι-) m. Versiegelung, Bestätigung (hell. u. sp.); ἐν-, ἐπισφράγισις m. Besiegelung (sp.); -ιστήριον n. Siegel, Stempel (Pap.); -ιστής (ἐπι-, ἀπο-) m. Untersiegler, Zeuge (Plu., Luk., Pap. u.a.). — Daneben Σφραγίδιον N. einer Höhle (ἄντρον) weissagender Nymphen am Kithairon (Paus. 9, 3, 5); daselbst die νύμφαι Σφραγίτιδες (Plu. Arist. 11). Bildung wie κληΐς, κνημίς u.a.; somit wahrscheinlich eine sekundäre Ableitung.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Für die Σφραγίτιδες νύμφαι vermutet Lobeck Paralip. 51 A. 59 ansprechend Zusammenhang mit σφαραγέομαι mit Bezug auf das Rauschen der Quellen (ἐρισφάραγος u.a. von Poseidon; zu σφαραγ-: σφρᾶγ- vgl. z.B. ταραχή: τρᾶχύς, τέτρηχα). Für σφραγίς ist eine ähnliche Anknüpfung mit Zuhilfenahme von lit. spróga Spalte (spróg-ti platzen, bersten) von Prellwitz s.v. und Diehl op. cit. 1 f. versucht worden (vom Bersten der Siegelmasse beim Eindrücken des Siegels). Auch Schwyzer 465 verbindet σφραγίς mit σφαραγέομαι, aber unter Hinweis auf lat. bulla. Dann ist aber zu erwägen, ob nicht die σφραγίς ihren Namen eher der brennenden Wirkung und dem dabei entstehenden Laut verdankt; vgl. einerseits russ. pečátь Siegel als Werkzeug zum Einbrennen eines Zeichens (zu pekú backen), anderseits den Ausdruck σφαραγεῦντο knisterten, zischten (ι 390) von den Augenwurzeln des Kyklopen beim Eindrücken des durchgeglühten Hebels. Oder volksetymologisch umgebildetes LW wie nhd. Petschaft aus čech. pečet ?
Page 2,833
Chinese
原文音譯:sfrag⋯j 士弗拉居士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:印
字義溯源:印記*,小印章,印證,印;或源自(φράσσω)=阻隔),而 (φράσσω)出自(φρήν)=心思*,隔膜)
同源字:1) (κατασφραγίζω)嚴密封住 2) (σφραγίζω)蓋印嚴封 3) (σφραγίς)印記
出現次數:總共(16);羅(1);林前(1);提後(1);啓(13)
譯字彙編:
1) 印(13) 啓5:1; 啓5:2; 啓5:5; 啓5:9; 啓6:1; 啓6:3; 啓6:5; 啓6:7; 啓6:9; 啓6:12; 啓7:2; 啓8:1; 啓9:4;
2) 印證(2) 羅4:11; 林前9:2;
3) 印記(1) 提後2:19
English (Woodhouse)
die for impressing, signet-ring
Mantoulidis Etymological
-ῖδος Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφραγίδιον, σφραγίζω, σφράγισμα, σφραγιστήρ, σφραγιστήριον, σφραγιστής, σφραγιστικός, σφραγιστός, ἀσφράγιστος.
Léxico de magia
ἡ sello portador de poderes mágicos λαβὼν λάμναν ἀργυρᾶν γράφε χαλκῷ γραφίῳ τὴν ὑποκειμένην σφραγῖδα toma una lámina de plata y graba con un estilo de bronce el sello siguiente P XXXVI 39 κάτοχος σφραγίς πρὸς τοὺς ἀκαταλλήλους τῶν σκύφων un sello que refrena contra los cráneos que no son adecuados P IV 2125 ἔστιν γὰρ δυνάμεως ὄνομα τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σφραγίς pues es el nombre del poder del gran dios y su sello P VII 583 ὁρκίζω σφραγῖδα θεοῦ conjuro al sello del dios P I 305 P III 226 ὁρκίζω σε κατὰ τῆς σφραγίδος, ἧς ἔθετο Σολομῶν ἐπὶ τὴν γλῶσσαν τοῦ Ἰηρεμίου te conjuro por el sello que puso Salomón sobre la lengua de Jeremías P IV 3039 τῆς ἐχούσης τὴν σφραγῖδα τοῦ Σολομῶνος de la que tiene el sello de Salomón N 5 7
Lexicon Thucydideum
sigillum, seal, signet, 1.129.1, 1.132.5.
Translations
Arabic: خَتْم; Armenian: կնիք; Avar: мугьру; Azerbaijani: möhür; Belarusian: пячаць, пячатка; Bulgarian: печат; Burmese: တံဆိပ်တုံး; Chinese Mandarin: 印章, 圖章, 图章; Czech: pečeť; Danish: segl; Dutch: zegel; Esperanto: sigelo; Finnish: leimasin, sinetti; French: sceau; Galician: selo; German: Stempel, Siegel; Greek: βούλα, σφραγίδα; Ancient Greek: σφραγίς; Guaraní: jopyha; Hebrew: חוֹתָם; Hungarian: pecsét; Icelandic: innsigli; Japanese: 印章; Korean: 인장(印章); Latin: sigillum; Macedonian: печат; Malay: cap; Manchu: ᡩᠣᡵᠣᠨ; Nanai: дорон; Norwegian Bokmål: segl; Nynorsk: segl; Occitan: sagèl; Persian: مهر; Plautdietsch: Säajel; Polish: pieczęć; Portuguese: selo; Romanian: pecete; Russian: печать; Serbo-Croatian Cyrillic: пѐчат; Roman: pèčat; Slovak: pečať; Slovene: pečat; Spanish: sello; Swedish: sigill; Tausug: sap; Ukrainian: печатка, печать; Vietnamese: ấn chương