ἀκυρίευτος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek (Liddell-Scott)
ἀκῡρίευτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ἢ ὁ μὴ ἀνεχόμενος κύριον, Εὐστ. Πονημ. 252, 31.
Spanish (DGE)
-ον insoportable ὀδύνη Greg.Disp.M.86.720A.
German (Pape)
[ῡ], ohne Herrn, Sp.
ἀκῡρίευτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ἢ ὁ μὴ ἀνεχόμενος κύριον, Εὐστ. Πονημ. 252, 31.
-ον insoportable ὀδύνη Greg.Disp.M.86.720A.
[ῡ], ohne Herrn, Sp.