ἀλλάγιον

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλάγιον: -ου, τό, (ἀλλαγή) ἀνταλλαγὴ αἰχμαλώτων, «ποιῆσαι ἀλλάγιον τῶν κρατουμένων αἰχμαλώτων», Γενέσ. 63,19, Κωνστ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 570, 14, Θεοφάν. Κοντιν. 419, 16. 2) σῶμα στρατιωτικόν, σωματοφυλακή, «τὴν αὐτοῦ (τοῦ βασιλέως) μοῖραν, τὸ λεγόμενον συνήθως ἀλλάγιον», Κωνστ. Πορφ. De admin. Imp. 126, 16. Ἀταλλ. 149, 21.