ἀμφικτύονες
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
German (Pape)
[Seite 140] οἱ, die Amphiktyonen, s. nom. propr.
Spanish (DGE)
v. ἀμφικτίονες.
Greek Monolingual
ἀμφικτύονες, οι (Α)
βλ. αμφικτίονες.