ἀμφιλόγως
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἀμφιλέκτως.
Étymologie: ἀμφίλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιλόγως: Aesch. = ἀμφιλέκτως.