ἀνεμπλέκτως

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμπλέκτως: неустрашимо, т. е. хладнокровно, спокойно (δέχεσθαι χάριν τινά Plut.).