ἀνοικτήριον
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικτήριον: τό, τὸ δι’ οὗ ἀνοίγομεν, κλειδίον, Μ. Ἀτταλ. ἐν Μέσ. βιβλ. Σάθ. τ. Α΄, σ. 40: «ἐπίκεινται ἑκάστῳ τῶν ἀρμαρίων δύο κλεῖδες (= κλειδαρίαι), καὶ τῆς μὲν μιᾶς τὸ ἀνοικτήριον κατέχει ὁ κληρονόμος μου, τῆς δὲ ἑτέρας ὁ οἰκονόμος». - Τῆς λέξεως ταύτης παραφθορὰ φαίνεται τὸ τουρκικὸν ἀναχτάρ.