ἀντικατατάσσω

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατατάσσω: τάσσω τινὰ εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, τινὰ ἀντί τινος Κλήμ. Ἀλ. 351.

Spanish (DGE)

sustituir Ιούδα Clem.Al.Strom.6.13.105, ἀντὶ Περιάνδρου ... Μύσωνα Clem.Al.Strom.1.4.59.