ἀπαγχόνισις

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαγχόνισις: -εως, ἡ, θάνατος δι’ ἀγχόνης, «κρέμασμα», Θεοδ. Στουδ. σ. 492C.