ἀπαγχόνισις

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαγχόνισις: -εως, ἡ, θάνατος δι’ ἀγχόνης, «κρέμασμα», Θεοδ. Στουδ. σ. 492C.