ἀπολικμάω

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολικμάω: λιχνίζω, μεταφ., διασκορπίζω, πολέμοις ἀπολικμῶν Νικήτ. Χων. Χρον. 394D.

Spanish (DGE)

aventar, fig. expulsar en v. pas. τῆς ἐκκλησίας Amph.Exerc.28.