ἀποξυστρόω

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

German (Pape)

[Seite 318] abreiben, abstumpfen, Pol. 2, 3, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξυστρόω: притуплять или зазубривать словно скребницу (αἱ μάχαιραι ἀποξυστροῦνται Polyb.).