ἀραρυῖα

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

French (Bailly abrégé)

ἀρᾱρώς, ἀρᾰρυῖᾰ, ἀρᾰρός part. pf. de ἀραρίσκω.