ἀϋτὴ

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monotonic

ἀϋτὴ: [ῡ], ἡ (αὔω, κλαίω), κραυγή, φωνή, ιδίως οι κραυγές της μάχης, οι ιαχές του πολέμου, σε Όμηρ.· γενικά, ήχος, σε Αισχύλ.