ἀϋτὴ

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monotonic

ἀϋτὴ: [ῡ], ἡ (αὔω, κλαίω), κραυγή, φωνή, ιδίως οι κραυγές της μάχης, οι ιαχές του πολέμου, σε Όμηρ.· γενικά, ήχος, σε Αισχύλ.