ἐγερτήριος

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Spanish (DGE)

-ον
que estimula o incita μέλος διάτορον ... καὶ οἷον εἰς τὴν μάχην ἐγερτήριον Ael.VH 2.44, λόγος ... ἐ. εἰς μάχην Eust.1269.12, cf. 1171.40
subst. τὸ ἐ. estímulo, impulso (τῷ λαγῷ) τὰ ὦτά ἐστι ... ἐγερτήρια δρόμου Ael.NA 13.14.