impulso

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Latin > French (Gaffiot 2016)

impulsō, āre, tr., fréq. de impello, pousser contre : Placid. 57, 18.

Latin > German (Georges)

impulso, āre = προπηλακίζω, Placid. gloss. II, 420, 2.

Spanish > Greek

ἐνέργεια, ἐνδόσιμον, τὸ ἐνδόσιμον, δίωσις, ἀνάδοσις, ἐξαποστολή, ἔλασις, δίωξις, ἐγερτήριος, ἔξαλμα, ἄνεμος, αὔρα