ἐγκαρπίζω

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

German (Pape)

[Seite 705] Einen in den Genuß von Etwas setzen, τινα τινος, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαρπίζω: καθιστῶ καρποφόρον, πληρῶ, τοὺς δὲ ὑπνώοντας ἑῆς ἐνεκάρπισεν ἀλκῆς Συνέσ. 135Β.

Spanish (DGE)

fecundar fig. τοὺς δὲ καὶ ὑπνώοντας ἑῆς ἐνεκάρπισεν ἀλκῆς Orac.Chald.118.2, τὸ γὰρ ἐγκαρπίσαι καὶ πλέον ἐστὶ τοῦ διδάξαι Synes.Insomn.4.

Greek Monolingual

ἐγκαρπίζω (Α)
καθιστώ καρποφόρο.