ἐγκεκλεισμένος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Russian (Dvoretsky)
ἐγκεκλεισμένος: и ἐγκεκλῃμένος part. pf. pass. к ἐγκλείω.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ἐγκεκλεισμένος: и ἐγκεκλῃμένος part. pf. pass. к ἐγκλείω.