ἐλλιμπάνω

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362

German (Pape)

[Seite 801] = ἐλλείπω, Sp.

Spanish (DGE)

1 intr. faltar ὅταν δὲ ἐλλείπῃ τὸ δεδομένον, ἐλλιμπάνει καὶ ταῦτα Hero Def.136.32.
2 tr. omitir μηδὲν ἐλλιμπάνειν τῶν εἰς οἰκοδομὴν τῶν Ἐκκλησιῶν no omitir nada para la edificación de iglesias Basil.Ep.203.4, cf. 309.1, M.31.1028D, en v. pas. ὥστε ... τὴν μεγίστην ... πρὸς σωτερίαν ἐντολὴν ἐλλιμπάνεσθαι Basil.M.31.929B.