ἐμπέδορκος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπέδορκος: -ον, ὁ μένων ἔμπεδος, σταθερὸς εἰς τὸν ὅρκον του, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 222, 2, ἔκδ. Λ.