ἐναποτίθημι
From LSJ
German (Pape)
[Seite 828] (s. τίθημι), darin ablegen; ὀργὴν εἴς τι D. Sic. exc. 569, 13; eigtl., τὰ ξίφη εἰς τοὺς κουλεούς D. Cass. 73, 10, einstecken.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποτίθημι: μέλλ. -θήσω, ἀποτίθημί τι ἔν τινι: ‒ Μέσ., τὰ ξίφη εἰς τοὺς κολεοὺς ἐναπέθεντο Δίων Κ. 73. 10˙ ἀλλ’ οὐ προσήκειν τὴν ὀργὴν εἰς ἀναίσθητον σῶμα ἐναποτίθεσθαι, ὅτι δὲν πρέπει νὰ «ξεθυμαίνῃ» τις τὴν ὀργήν του εἰς ἀναίσθητον σῶμα, Διόδ. Ἀποσπ. 569. 12.