ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ao.2 de ἐφίστημι.
ἐπέστην: αόρ. βʹ του ἐφίστημι.