ἐπεσαγωγή

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

French (Bailly abrégé)

anc. att. c. ἐπεισαγωγή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεσαγωγή: ἡ = ἐπεισαγωγή.