θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἐπιπολαίως:1 на поверхности (ἐπιπολαίως ἐν τῇ γῇ Arst.; οὐκ ἐπιπολαίως, ἀλλ᾽ ἐν πηγαῖς Plut.);2 поверхностно, слегка (ὁρίζεσθαι, στέργειν Arst.).