λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἐπιπολαίως:
1 на поверхности (ἐπιπολαίως ἐν τῇ γῇ Arst.; οὐκ ἐπιπολαίως, ἀλλ᾽ ἐν πηγαῖς Plut.);
2 поверхностно, слегка (ὁρίζεσθαι, στέργειν Arst.).