ἐπιπολαίως

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπολαίως:
1 на поверхности (ἐπιπολαίως ἐν τῇ γῇ Arst.; οὐκ ἐπιπολαίως, ἀλλ᾽ ἐν πηγαῖς Plut.);
2 поверхностно, слегка (ὁρίζεσθαι, στέργειν Arst.).