ἐπιωγή

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

ἐπιωγή, ἡ (Α)
όρμος, τόπος για αγκυροβόληση και προφύλαξη τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι -άγνυμι, στην εκτεταμένη ετεροιωμένη (ωγ-) μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας του].