Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
ἐπιωγή, ἡ (Α)
όρμος, τόπος για αγκυροβόληση και προφύλαξη τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι -άγνυμι, στην εκτεταμένη ετεροιωμένη (ωγ-) μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας του].