Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἐρῐπών: μετοχ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐρείπω.
ἐρῐπών: μτχ. αορ. βʹ του ἐρείπω.
ἐρῐπών: part. aor. 2 к ἐρείπω.