ἐρωτικοενήδονος

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἐρωτικοενήδονος, -η, -ον (Μ)
αυτός που προκαλεί ερωτική ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + ενήδονος].